ανοικτίρμων

ανοικτίρμων
ἀνοικτίρμων (AM) [οικτίρμων]
άσπλαχνος, άκαρδος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνοικτίρμων — pitiless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικτιρμόνως — ἀνοικτίρμων pitiless adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικτίρμονες — ἀνοικτίρμων pitiless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοικτίρμοσιν — ἀνοικτίρμων pitiless dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνοικτος — ἄνοικτος, ον (Α) [οίκτος] ανοικτίρμων* …   Dictionary of Greek

  • ανοίκτιστος — ἀνοίκτιστος, ον (Α) 1. ο άκλαυτος, αυτός που δεν τον θρήνησαν 2. ο ανοικτίρμων, ο ανηλεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + οίκτιστος «ο πολύ αξιοθρήνητος» (ανώμ. υπερθετ. του οικτρός)] …   Dictionary of Greek

  • ανοικτιρμοσύνη — η απονιά, έλλειψη ευσπλαχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανοικτίρμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ασυναλγής — ἀσυναλγής, ές (Α) ο ανοικτίρμων, ο άσπλαχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συν + αλγής < άλγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”